Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Επικίνδυνο τανγκό για τέσσερις στη Μεσόγειο

Αποτέλεσμα εικόνας για μεσόγειος

Στο πρώτο δίμηνο του 2018, η ανατολική Μεσόγειος φάνηκε να υιοθετεί όλα τα ζοφερά χαρακτηριστικά των Βαλκανίων: υψηλή μεταβλητότητα, αποφασισμένοι ρεβιζιονιστές και ασταθή εσωτερικά κοινωνικοπολιτικά περιβάλλοντα που κλονίζονται από πολιτικά σκάνδαλα. 

Η περιοχή σήμερα διαθέτει δύο καθιερωμένες δυνάμεις στη μία πλευρά και δύο ρεβιζιονιστικές περιφερειακές δυνάμεις στην άλλη. 
Το γεγονός αυτό διαμορφώνει ένα ασύμμετρο μωσαϊκό πολιτικών σκοπιμοτήτων...

Το Ισραήλ και η Ελλάδα είναι οι δύο «καθεστωτικές» δυνάμεις, οι οποίες βρίσκονται σε ένα επικίνδυνο τανγκό με τις δύο βασικές ρεβιζιονιστικές δυνάμεις της περιοχής, το Ιράν και την Τουρκία. Αυτό δεν είναι κάτι καινούριο, όπως για πρώτη φορά, αυτό το έντονο τανγκό... χορεύεται υπό τον ήχο της μπαλαλάικας.
Το Ισραήλ αντιμετωπίζει τις ιρανικές προκλήσεις, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα. Απειλητικά συμβάντα λαμβάνουν χώρα στα Ισραηλινοσυριακά σύνορα, με το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του ιρανικού drone που εισήλθε πρόσφατα στον εναέριο χώρο του Ισραήλ. Η Χεζμπολάχ διαρκώς προκαλεί το Ισραήλ τόσο από συριακού εδάφους όσο και από τον Λίβανο.
Οι προκλήσεις της Χεζμπολάχ έχουν δύο στόχους
1) να προκαλέσουν ψυχολογικό πόλεμο και συνεπώς να επηρεάσουν την κοινή γνώμη στο Ισραήλ έτσι ώστε να επηρεαστεί με τη σειρά της η κινητοποίηση του ισραηλινού στρατού σε κατάσταση κρίσης και 
2) να αποσπάσουν την προσοχή των Λιβανέζων από την οικονομική κρίση, η οποία έχει οδηγήσει σε υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου – μία υποβάθμιση για την οποία η Χεζμπολάχ έχει μερίδιο ευθύνης καθώς συμμετέχει στην εθνική κυβέρνηση.
Το Ισραήλ στρατηγικά δέχεται πιέσεις από τις θέσεις του Ιράν στα θέματα της Συρίας, της Υεμένης και του Κατάρ, από τον έλεγχο της Βαγδάτης από την Τεχεράνη και από τις αυξημένες φιλοδοξίες του Ιράν στο θέμα των πυρηνικών. Οι παράγοντες αυτοί επιτρέπουν στην Τεχεράνη όχι μόνο να ασκήσει πίεση στο Ισραήλ και παράλληλα να ενισχύσει τις ρεβιζιονιστικές της φιλοδοξίες βάζοντας τον θρησκευτικό παράγοντα στο επίκεντρο της εξωτερικής της πολιτικής.
Από την 11η Σεπτεμβρίου, το διεθνές ενδιαφέρον επικεντρώθηκε πρωτίστως στον σαλαφισμό. Ο κόσμος έχει ξεχάσει σε μεγάλο βαθμό ότι το Ιράν δεν είναι ένα ακόμη Σιιτικό κράτος αλλά ο ηγέτης του διεθνούς σιιτικού κινήματος.
Το sui generis ιρανικό μείγμα, το οποίο αποτελείται κυρίως από εθνικιστικό ρεβιζιονισμό και μεγάλες δόσεις θεοκρατικού αταβισμού, έχει μεγαλώσει τις τελευταίες δεκαετίες.
Οι αναλυτές συνεχώς αγνοούν, ή πιθανώς ξεχνούν, ότι το κεντρικό δόγμα του Αγιατολάχ Χομεϊνί ήταν ότι η θρησκεία πρέπει να εξυπηρετεί το καθεστώς και όχι το αντίθετο. 
Ο στόχος του, με άλλα λόγια, ήταν να δημιουργήσει μία απολυταρχική θεοκρατία. Το Ιράν κερδίζει την απαραίτητη ισχύ για να συγκεντρώσει τις σιιτικές μάζες ανά τον κόσμο, λειτουργώντας ως ηγέτης της πίστης – χωρίς να παραμελεί τα εθνικά της συμφέροντα.
Συνεπώς, όταν κριθεί απαραίτητο, η Τεχεράνη προτίθεται να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με το σαλαφιστικό Κατάρ ή το νεοχαναφιτικό σουνιτικό κράτος της Τουρκίας. 
Η επονομαζόμενη Αραβική Άνοιξη και οι επακόλουθες εξελίξεις σε Συρία, Υεμένη, Λιβύη κ.ά., βοήθησαν το Ιράν να δημιουργήσει άμεσους δεσμούς με κοινότητες Σιιτών σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο. Την ίδια ώρα, έχει πλήρως αξιοποιήσει την ευκαιρία να ενισχύσει την γεωστρατηγική του αξία και να ενδυναμώσει τις σχέσεις του με τη Μόσχα.
Αυτές οι κρίσιμες εξελίξεις στο μηδενικού αθροίσματος περιβάλλον της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου έχουν ευθέως οδηγήσει σε αυξημένο ανταγωνισμό μεταξύ της Ιερουσαλήμ και της Τεχεράνης, που θα μπορούσε να οδηγήσει την περιοχή σε παγίδα του Θουκυδίδη.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μία ακόμη πιο πολύπλοκη κατάσταση καθώς η Τουρκία υπόκειται μία ριζική εγχώρια ιδεολογική μετάβαση. 
Ο Κεμαλισμός, όχι μόνο ως ιδεολογία αλλά ως η ιδεολογική ψυχή του έθνους και ο διοικητικός και πολιτικός πυρήνας του κράτους, έχει σταματήσει να λειτουργεί ως αντιστάθμισμα στην ατζέντα του AKP, που προωθεί το πολιτικό Ισλάμ στη βάση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Η Τουρκία βρίσκεται σε ιστορικό σημείο καμπής. 
Ο κοσμικισμός ηττάται από τον Ισλαμισμό, επαναφέροντας μνήμες από τα τέλη του 19ου αιώνα όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία έμεινε αδρανής μπροστά στο κοινωνικοπολιτικό ρήγμα μεταξύ του πανισλαμισμού και του παντουρκισμού, το οποίο μεγάλωνε καθώς αυξάνονταν ο εθνικισμός και ο θρησκευτικός φανατισμός. 
Σήμερα, η τουρκική εξωτερική πολιτική ακολουθεί το ίδιο μοτίβο αοριστίας από τη μία και μαξιμαλισμού από την άλλη.
Μέχρι στιγμής, η επιχείρηση του τουρκικού στρατού «Κλάδος Ελαίας» ενάντια στις κουρδικές δυνάμεις του YPG δεν έχει εξελιχθεί έτσι όπως θα ήθελε η Άγκυρα. Οι Κούρδοι, όπως αναμενόταν, επιδίδονται σε ανταρτοπόλεμο. Αν οι τουρκικές δυνάμεις μπουν στο Αφρίν, οι Κούρδοι θα αλλάξουν τακτική σε συγκρούσεις σε αστικό περιβάλλον, μία τακτική που εξελίχθηκε καλά γι' αυτούς κατά τη διάρκεια των χομπσιανών συγκρούσεων με τον ISIS στο Kobani.
Η Άγκυρα και ο Erdogan έχουν επενδύσει πολλά σε μία σύγκρουση με το YPG και στην πρόοδο στο Αφρίν. Στόχος είναι να δείξουν στον υπόλοιπο κόσμο και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, ότι οποιαδήποτε μελλοντική συζήτηση για το πολιτικό status quo στη Μέση Ανατολή πρέπει να αρχίσει συνυπολογίζοντας τις γεωστρατηγικές επιθυμίες της Τουρκίας.
Η Άγκυρα δείχνει να έχει ξεχάσει το ρητό του Clausewitz ότι ο πόλεμος είναι μία πράξη βίας που έχει στόχο να αναγκάσει τον αντίπαλο κάποιου να εκπληρώσει την επιθυμία του. Αυτό σημαίνει ότι ο πόλεμος, από πολύ παλιά και παρά την τεχνολογική εξέλιξη, παραμένει μία θανατηφόρα πράξη οφθαλμού αντί οφθαλμού στην οποία η πλευρά που κυριαρχεί είναι αυτή με τη μεγαλύτερη θέληση.
Το YPG παλεύει για την επιβίωσή του και την υπεράσπιση των εδαφών του. Επιθυμεί μία καλή συμφωνία περισσότερο από το να πανηγυρίσει απλώς μία λύση. Η διάθεσή της να επιδοθεί σε έναν μακρύ και συνολικό πόλεμο φέρνει την Άγκυρα σε δύσκολη θέση.
Συνεπώς, η Τουρκία, με στόχο να ελέγξει την εγχώρια κοινή γνώμη και να στείλει μήνυμα στο εξωτερικό ότι τα συμφέροντά της συνεχίζουν να αποτελούν καθοριστικό παράγοντα στην περιοχή, έχει αποφασίσει να ενισχύσει τις εντάσεις στην άλλη πλευρά του χάρτη
στο Αιγαίο και στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου
Η Τουρκία εφαρμόζει μία ξεκάθαρη προβολή ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο σε μια προσπάθεια να στείλει μήνυμα σε ΗΠΑ και Ευρώπη ότι διαθέτει την ισχύ να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις στρατηγικές εξελίξεις στην περιοχή.
Αυτή η προβληματική συμπεριφορά από την Τουρκία δημιουργεί μία ακόμη «παγίδα του Θουκυδίδη» - που αυτή τη φορά είναι προϊόν του κατευνασμού που η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να προσφέρει στην Άγκυρα, αν θέλει να επιβιώσει. Η βαθιά καταστροφική ελληνική οικονομική κρίση από το 2010, η οποία έχει διεισδύσει στον πυρήνα της χώρας, έχει δημιουργήσει μία ασύμμετρη πραγματικότητα στο Αιγαίο όπου η Τουρκία παίζει το ρόλο του ταραχοποιού και η Ελλάδα το ρόλο του ειρηνοποιού.
Ο κατευνασμός, όπως η μυωπική συμπεριφορά της Βρετανίας και της Γαλλίας απέναντι στη ναζιστική Γερμανία ανάμεσα στους παγκόσμιους πολέμους, δεν αποτελεί παράγοντα εγγύησης της ειρήνης αλλά απλώς δίνει χρόνο πριν από την αναπόφευκτη βίαιη σύγκρουση. 
Αργά ή γρήγορα, η Αθήνα θα αναγκαστεί να απαντήσει στις προκλήσεις της Άγκυρας. Υπάρχει, επίσης, η πιθανότητα ενός ατυχήματος από τις συνεχιζόμενες στρατιωτικές «εμπλοκές» στο Αιγαίο.

Ενώ οι δύο περιπτώσεις – Ισραήλ vs Ιράν και Ελλάδα vs Τουρκίας – φαίνεται ότι δεν σχετίζονται, υπάρχει μία ισχυρή σύνδεση μεταξύ τους που έχει να κάνει με τον γεωστρατηγικό προσανατολισμό της Αθήνας και της Ιερουσαλήμ. Τα δύο κράτη, μαζί με την Κύπρο, είναι οι μοναδικές ξεκάθαρα δυτικές δυνάμεις στην ευρύτερη περιοχή που αλλάζει ραγδαία υπό την επιρροή της Μόσχας και του Πεκίνου.
Ενώ το Πεκίνο - για την ώρα – δείχνει ένα ενδιαφέρον να εδραιώσει μία ισχυρή οικονομική ήπια παρουσία στην περιοχή μέσω της Νέου Δρόμου του Μεταξιού, η Μόσχα αλλάζει ραγδαία την παραδοσιακή της συμπεριφορά προς την Ανατολική Μεσόγειο, καθώς εξελίσσεται σε «blue water» ναυτική δύναμη.
Αυτή η αλλαγή στον προσανατολισμό θα επιτρέψει στη Ρωσία να αναβαθμίσει το επίπεδο του γεωστρατηγικού ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ, επιβάλλοντας παράλληλα την ισχύ της σε κράτη που μέχρι πρόσφατα θα ήταν αδύνατο να διεισδύσει (π.χ. Τουρκία). 
Ο βασικός στρατηγικός στόχος της Τουρκίας φαίνεται πως είναι να εκμεταλλευτεί την εξάντληση και την απογοήτευση των δύο συμβατικών δυτικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο προς του Δυτικούς Θεσμούς. Αυτή η υπόθεση ενισχύεται ακόμη περισσότερο αν σκεφτεί κανείς ότι τόσο η Άγκυρα όσο και η Τεχεράνη έχουν ήδη εισέλθει στην τροχιά της Ρωσίας.

Η Ελλάδα και το Ισραήλ πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να παρουσιάσουν τις υποθέσεις τους στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε., καθώς είναι καθοριστικοί παράγοντες για το μέλλον της περιοχής. 
Αν το κάνουν αυτό, μπορεί να δημιουργηθεί ένα αποτελεσματικό δίκτυο διπλωματικής αποτροπής που θα προάγει την ειρήνη και τη σταθερότητα. Όσο, όμως, σημαντικό κι αν είναι αυτό το βήμα, δεν αρκεί. Μετά από χρόνια παραγωγικών σχέσεων, τώρα είναι η ώρα που η Ελλάδα και το Ισραήλ πρέπει να ενισχύσουν τη συνεργασία τους, αναβαθμίζοντάς την σε στρατιωτική συμμαχία. 
Οι πρόσφατες επίσημες επισκέψεις στην Αθήνα του Ισραηλινού προέδρου Reuven Rivlin και του αρχηγού των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων Αντιστράτηγος Gadi Eisenkot, δείχνουν μία τάση προς αυτή την κατεύθυνση. Μία τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ο μίτος της Αριάδνης καθώς οι γεωστρατηγικοί γρίφοι στην περιοχή αυξάνονται και γίνονται πιο επικίνδυνοι.

Του Σπύρου Λίτσα*
*Ο κ. Σπύρος Λίτσας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
** Το άρθρο του κ. Σπύρου Λίτσα έχει δημοσιευτεί στις 11 Μαρτίου στο BESA.

Δεν υπάρχουν σχόλια: